- ηχή
- ἠχή και δωρ. τ. ἀχά, ή (Ą)1. ήχος, θόρυβος, βοή2. θρόισμα3. ήχος χαρούμενου τραγουδιού4. (στους τραγ.) κραυγή οδύνης, κραυγή θρήνου5. έναρθρος ήχος, φωνή, φθόγγος.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ηχή (< *Fᾱχᾱ), ηχώ και το μτγν. ήχος ανάγονται πιθ. σε κάποιο ονοματικό ή ρηματικό σχηματισμό τον οποίο οι λ. αυτές αντικατέστησαν. Το δε ηχώ παραμένει αβέβαιο αν είναι παρ. τού ηχή ή είναι μεταρρηματικό. Είναι πιθ. να υπάρχει κάποια σχέση αυτών τών λ. με το *Fι-Fάχ-ω, που είναι ενεστώτας με αναδιπλασιασμό και βραχύ φωνήεν (πρβλ. ιάχω). Ο τ. ηχώ εμφανίζει το χαρακτηριστικό για τα θηλ. ονόματα επίθημα -ω (πρβλ. Πειθ-ώ) και ενίοτε δήλωνε τη θεά Ηχώ, που προσωποποιούσε το φαινόμενο τής ηχούς. Η λεξιλογική ομάδα τής λ. ηχή συνδέεται με λατ. vagire «κλαυθμυρίζω», λιθ. svagiu «ηχώ», αγγλοσαξ. swōgan «ηχώ. αντιλαλώ». Ως β' συνθετικό η λ. ηχή εμφανίζεται ως -ηχής (πρβλ. υψ-ηχής) και ως -ήχος (πρβλ. εύ-ηχος), τα οποία όμως δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός αρχ. αμάρτυρου τ. *ήχος (το).ΠΑΡ. ηχώαρχ.ηχέτης, ηχήεις.ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό -ηχής) αρχ. αλιηχής, απηχής, βαρυηχής, γλυκυηχής, διηχής, δυσηχής, εριηχής, ευηχής, κακοηχής, λιγυηχής, νεαροηχής, οξυηχής, πολυηχής, προσηχής, τανυηχής, υψηχής. (Β' συνθετικό, -ήχος) άηχος, βαρύηχος, ένηχος, εύηχος, κακόηχος, ομόηχος, οξύηχος, πολύηχοςαρχ.άντηχος, δύσηχος, έξηχος, μεγαλόηχος, ταπείνηχος, φιλεύηχοςνεοελλ.γλυκύηχος, οκτώηχος].
Dictionary of Greek. 2013.